ἰσχυρότατοι

ἰσχυρότατοι
ἰσχῡρότατοι , ἰσχυρός
strong
masc nom/voc superl pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κρικητός — (Cricetus cricetus). Απλόδοντο τρωκτικό της οικογένειας των κρικητιδών. Ζει στην Ευρώπη και στην Ασία, και κυρίως στην κεντρική και στην ανατολική Ευρώπη, όπου είναι γνωστός σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς ως χάμστερ (hamster). Έχει μήκος 30 35 εκ …   Dictionary of Greek

  • Ηρακλείου, νομός — Νομός (2.641 τ. χλμ., 578.251 κάτ.) της κεντρικής ανατολικής Κρήτης, που υπάγεται στην περιφέρεια Κρήτης. Συνορεύει στα Α με τον νομό Λασιθίου και στα Δ με τον νομό Ρεθύμνης. Στα Β βρέχεται από το Κρητικό πέλαγος και στα Ν από το Λιβυκό. Η… …   Dictionary of Greek

  • Λαρίσης, νομός — Διοικητική διαίρεση (5.555 τ. χλμ., 279.305 κάτ.) της περιφέρειας Θεσσαλίας, στο βορειοανατολικό της τμήμα. Συνορεύει στα Β με τους νομούς Πιερίας και Κοζάνης, στα Δ με τους νομούς Γρεβενών, Τρικάλων και Καρδίτσης, στα Ν με τους νομούς Φθιώτιδος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”